Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακούρευτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακούρευτ|ος <-η, -ο> [aˈkurɛftɔs] ΕΠΊΘ

1. ακούρευτος (άνθρωπος):

ακούρευτος

2. ακούρευτος (μαλλιά):

ακούρευτος

3. ακούρευτος (πρόβατο):

ακούρευτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский