Ελληνικά » Γερμανικά

προγνωστικά [prɔɣnɔstiˈka] SUBST ουδ πλ

προγνωστικό [prɔɣnɔstiˈkɔ] SUBST ουδ

1. προγνωστικό (πρόγνωση):

Prognose θηλ

2. προγνωστικό (σημάδι):

Vorzeichen ουδ

προγεννητικ|ός <-ή, -ό> [prɔjɛnitiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ

γνωστικ|ός <-ή, -ό> [ɣnɔstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. γνωστικός (αναφερόμενος στον νου):

Vernunfts-

2. γνωστικός (αναφερόμενος στις γνώσεις):

Kenntnis-
Kenntnisstand αρσ

3. γνωστικός (μυαλωμένος):

προγενέστερ|ος <-η, -ο> [prɔjɛˈnɛstɛrɔs] ΕΠΊΘ

προγραμματικ|ός <-ή, -ό> [prɔɣramatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

προγονικ|ός <-ή, -ό> [prɔɣɔniˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский