Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προγκίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προγκί|ζω <-ξα, -σμένος> [prɔɲˈɟizɔ] VERB μεταβ

1. προγκίζω (χλευάζω):

προγκίζω

2. προγκίζω (γιουχαΐζω):

προγκίζω

3. προγκίζω (με σφυρίγματα):

προγκίζω

4. προγκίζω (διώχνω με φωνές: κατσίκια):

προγκίζω

5. προγκίζω (αποπαίρνω):

προγκίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский