Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: περουβιανός , Περουβιανός , περόνη , περούκα και περονιάζω

περουβιαν|ός <-ή, -ό> [pɛruviaˈnɔs] ΕΠΊΘ

Περουβιαν|ός (-ή) [pɛruviaˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

περονιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [pɛrɔˈɲazɔ] VERB μεταβ

1. περονιάζω (τρυπώ):

περούκα [pɛˈruka] SUBST θηλ

περόνη [pɛˈrɔni] SUBST θηλ

1. περόνη (καρφίτσα):

Nadel θηλ

2. περόνη ΑΝΑΤ:

Wadenbein ουδ

3. περόνη (πιρούνι):

Gabel θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский