Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κοινωνός , κοινωνία , κοινός , κοινή , κοινά και κοινό

κοινωνία [cinɔˈnia] SUBST θηλ

2. κοινωνία ΘΡΗΣΚ:

Abendmahl ουδ
Kommunion θηλ

κοινωνός [cinɔˈnɔs] SUBST mf

Teilhaber(in) αρσ (θηλ)

κοινό [ciˈnɔ] SUBST ουδ

1. κοινό (λαός, κόσμος):

2. κοινό (σε θέατρο κτλ):

Publikum ουδ
Leserschaft θηλ

κοινά [ciˈna] SUBST ουδ πλ (δημόσιες υποθέσεις)

κοινή [ciˈni] SUBST θηλ

κοιν|ός <-ή, -ό> [ciˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. κοινός (μοιραζόμενος: φίλος κτλ):

2. κοινός (συνηθισμένος):

3. κοινός (δημόσιος):

4. κοινός (ευτελής):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский