Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοινοχρησία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοινοχρησία [cinɔxriˈsia] SUBST θηλ (κοινή χρήση)

κοινοχρησία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский