Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: triefen , profan , trippeln και Striptease

profan [proˈfaːn] ΕΠΊΘ

1. profan (weltlich):

triefen <trieft, triefte/troff, getrieft/getroffen> [ˈtriːfən] VERB αμετάβ

Striptease <-> SUBST αρσ o n ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский