Γερμανικά » Ελληνικά

Ruf <-(e)s, -e> [ruːf] SUBST αρσ

1. Ruf (Ausruf):

Ruf
Ruf

2. Ruf ΤΗΛ:

Ruf
κλήση θηλ

4. Ruf ΠΑΝΕΠ:

Ruf

II . rufen <ruft, rief, gerufen> [ˈruːfən] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με rufe

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский