Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: getreu και petzen

petzen [ˈpɛtsən] VERB μεταβ/αμετάβ οικ

I . getreu [gəˈtrɔɪ] ΕΠΊΘ

2. getreu τυπικ (treu):

II . getreu [gəˈtrɔɪ] PREP +δοτ (entsprechend)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский