Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Trip , rührig και muhen

muhen [ˈmuːən] VERB αμετάβ

rührig [ˈryːrɪç] ΕΠΊΘ

Trip <-s, -s> [trɪp] SUBST αρσ

1. Trip (Reise, Ausflug):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский