Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: mono , monoton , Monat , monomer , monogen και monogam

mono [ˈmoːnoː]

monoton [monoˈtoːn] ΕΠΊΘ ΜΑΘ

monogam ΕΠΊΘ

monogen [monoˈgeːn] ΕΠΊΘ

1. monogen ΒΙΟΛ:

monomer [monoˈmeːɐ] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский