Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μονογενετικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μονογενετικ|ός <-ή, -ό> [mɔnɔjɛnɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μονογενετικός ΒΙΟΛ:

μονογενετικός

2. μονογενετικός ΓΕΩΛ:

μονογενετικός
monogener Vulkan αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский