Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: katholisch , Katholik και Katholizismus

Katholik(in) <-s, -en> [katoˈliːk] SUBST αρσ(θηλ) ΘΡΗΣΚ

Katholizismus <-> [katoliˈtsɪsmʊs] SUBST αρσ ενικ ΘΡΗΣΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский