Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθολικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καθολικ|ός <-ή, -ό> [kaθɔliˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. καθολικός (γενικός):

καθολικός

2. καθολικός ΘΡΗΣΚ:

καθολικός

II . καθολικ|ός <-ή, -ό> [kaθɔliˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ

καθολικός
Katholik(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский