Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Flanell και jagen

Flanell <-s, -e> [flaˈnɛl] SUBST αρσ

II . jagen [ˈjaːgən] VERB αμετάβ

1. jagen (auf die Jagd gehen):

2. jagen οικ (rasen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский