Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: innert , inert και Einheit

Einheit <-, -en> [ˈaɪnhaɪt] SUBST θηλ

3. Einheit (Maß):

Einheit ΤΗΛ, ΣΤΡΑΤ
μονάδα θηλ

innert [ɪˈnɛrt] PREP +γεν CH A

innert s. binnen

Βλέπε και: binnen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский