Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „glätteten“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

I . glätten [ˈglɛtən] VERB μεταβ

1. glätten (glatt machen):

2. glätten CH s. bügeln

II . glätten [ˈglɛtən] VERB αυτοπ ρήμα

Βλέπε και: bügeln

bügeln VERB μεταβ/αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με glätteten

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский