Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ισιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ισιά|ζω [iˈsçazɔ], ισά|ζω [iˈsazɔ] <-σα [ή -ξα], -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ

1. ισιάζω (κάτι στραβό):

ισιάζω

2. ισιάζω (ειδικά λυγίζοντας):

ισιάζω

3. ισιάζω (επιφάνεια):

ισιάζω

4. ισιάζω (τακτοποιώ):

ισιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский