Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ισκιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ισκιώ|νω <-σα, -μένος> [isˈcɔnɔ] VERB μεταβ

ισκιώνω κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με ισκιώνω

ισκιώνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский