Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ισιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ισιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [iˈsçɔnɔ] VERB μεταβ

1. ισιώνω:

ισιώνω

2. ισιώνω (ειδικά λυγίζοντας):

ισιώνω

3. ισιώνω (επιφάνεια):

ισιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский