Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „fusselig“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

fusselig ΕΠΊΘ

1. fusselig (von Fusseln bedeckt):

fusselig

2. fusselig (ausgefranst):

fusselig
sie hat sich den Mund fusselig geredet

Παραδειγματικές φράσεις με fusselig

sich den Mund fusselig reden

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"fusselig" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский