Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: fegen και festen

II . fegen [ˈfeːgən] VERB αμετάβ +sein

1. fegen (Wind):

2. fegen οικ (schnell laufen):

festen [ˈfɛstən] VERB αμετάβ CH

festen s. feiern

Βλέπε και: feiern

II . feiern [ˈfaɪɐn] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский