Ελληνικά » Γερμανικά

σαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [saˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. σαρώνω (σκουπίζω):

σαρώνω

2. σαρώνω μτφ (καταστρέφω):

σαρώνω
σαρώνω Η/Υ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский