Anstalt <-, -en> [ˈanʃtalt] SUBST θηλ
1. Anstalt (Einrichtung):
-
οργανισμός αρσ
2. Anstalt (Stiftung):
-
ίδρυμα ουδ
3. Anstalt οικ (Nervenanstalt):
-
ψυχιατρείο ουδ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.