Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „einsackte“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

I . ein|sacken [ˈaɪnzakən] VERB αμετάβ +sein οικ (einsinken)

II . ein|sacken [ˈaɪnzakən] VERB μεταβ οικ (erbeuten)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die grob nachlässige Bauausführung führte dazu, dass das Grabmonument mehrfach einsackte.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский