Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρπάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αρπά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [arˈpazɔ] VERB μεταβ

1. αρπάζω (πιάνω με το χέρι):

αρπάζω

2. αρπάζω (αποσπώ βίαια):

αρπάζω

3. αρπάζω (τον κλέφτη που πάει να φύγει):

αρπάζω

4. αρπάζω (παίρνω γρήγορα για να φύγω):

αρπάζω

5. αρπάζω (απάγω):

αρπάζω

6. αρπάζω (αρρώστια):

αρπάζω ένα βήχα

7. αρπάζω (φωτιά):

αρπάζω φωτιά

8. αρπάζω (ευκαιρία):

αρπάζω

9. αρπάζω (κλέβω σε κάποιο κατάστημα):

αρπάζω

11. αρπάζω οικ (καταλαβαίνω):

αρπάζω

II . αρπάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. αρπάζομαι (να μην πέσω):

sich festhalten an +δοτ

3. αρπάζομαι (αρχίζω καβγά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский