Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: einzig , einst , einen και einig

einig [ˈaɪnɪç] ΕΠΊΘ

2. einig (geeint):

einen [ˈaɪnən] VERB μεταβ τυπικ

einst [ˈaɪnst] ΕΠΊΡΡ

1. einst (früher):

2. einst (in Zukunft):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский