Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: eigenwillig και einwilligen

eigenwillig ΕΠΊΘ

1. eigenwillig (ausgefallen):

2. eigenwillig (eigenartig):

3. eigenwillig (eigensinnig):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский