Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρωτότυπος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρωτότυπ|ος <-η, -ο> [prɔˈtɔtipɔs] ΕΠΊΘ

1. πρωτότυπος (που αποτελεί τον αρχικό τύπο):

πρωτότυπος
Original-, original

2. πρωτότυπος (ιδιότυπος, ασυνήθιστος):

πρωτότυπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский