Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρωτοστατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρωτοστατ|ώ <-είς, -ησα> [prɔtɔstaˈtɔ] VERB αμετάβ

πρωτοστατώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский