Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „durchmüssen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

durch|müssen VERB αμετάβ

1. durchmüssen (sich hindurchbewegen):

durchmüssen durch +αιτ

2. durchmüssen (aushalten müssen):

durchmüssen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"durchmüssen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский