Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: baff , bald και ballen

baff [baf] ΕΠΊΘ

II . ballen [ˈbalən] VERB αυτοπ ρήμα sich ballen

1. ballen (Wolken):

2. ballen (Verkehr, Menschenmenge):

3. ballen (Industrie):

bald [balt] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский