Γερμανικά » Ελληνικά

Wahnsinnige(r) <-n, -n> SUBST mf

II . wahnsinnig ΕΠΊΡΡ

1. wahnsinnig (verrückt):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский