Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: stottern , Stotterer και Stottern

Stotterer (Stotterin) <-s, -> [ˈʃtɔtərɐ] SUBST αρσ (θηλ)

stottern [ˈʃtɔtɐn] VERB αμετάβ

1. stottern (von Mensch):

2. stottern (von Motor):

Stottern <-s> SUBST ουδ ενικ (von Mensch)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Stotterei" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский