Schrumpfung <-, -en> SUBST θηλ
1. Schrumpfung (von Unternehmen):
-
συρρίκνωση θηλ
2. Schrumpfung ΙΑΤΡ (von Organ):
-
συστολή θηλ
3. Schrumpfung (Verkleinerung):
-
μείωση θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.