Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: achtlos , dolos , picklig και picheln

I . picheln [ˈpɪçəln] VERB μεταβ οικ

II . picheln [ˈpɪçəln] VERB αμετάβ οικ

picklig ΕΠΊΘ

picklig s. pick(e)lig

Βλέπε και: pick(e)lig

pick(e)lig ΕΠΊΘ

1. pick(e)lig (Gesicht):

pick(e)lig

2. pick(e)lig (Mensch):

pick(e)lig

dolos [doˈloːs] ΕΠΊΘ ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский