Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χειρίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χειρί|ζομαι <-στηκα> [çiˈrizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

2. χειρίζομαι (κάποιον):

χειρίζομαι κάποιον

3. χειρίζομαι (κάποια υπόθεση):

χειρίζομαι κάτι
χειρίζομαι κάτι

4. χειρίζομαι (θέμα):

χειρίζομαι

Παραδειγματικές φράσεις με χειρίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский