Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: auspfeifen , abpfeifen και anpfeifen

II . an|pfeifen irr VERB μεταβ οικ (zurechtweisen)

aus|pfeifen

auspfeifen irr VERB μεταβ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский