Ελληνικά » Γερμανικά

γιουχ|αΐζω <-άισα, -αΐστηκα> [juxaˈizɔ] VERB μεταβ

γιουχαΐζω
γιουχαΐζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский