Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: glotzen και global

global [gloˈbaːl] ΕΠΊΘ

1. global (weltweit):

2. global (allgemein):

glotzen [ˈglɔtsən] VERB αμετάβ οικ μειωτ (anstarren)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский