Ελληνικά » Γερμανικά

γενικ|ός <-ή, -ό> [jɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ

γενικός
ο γενικός (διακόπτης)

Γενικός [jɛniˈkɔs] SUBST αρσ

1. Γενικός (διευθυντής):

2. Γενικός (γραμματέας):

Παραδειγματικές φράσεις με γενικός

γενικός οφειλέτης
γενικός λογαριασμός ΟΙΚΟΝ (στο ΔΝΤ)
γενικός διακόπτης
γενικός ισολογισμός
γενικός γραμματέας
γενικός δείκτης ΟΙΚΟΝ
γενικός διευθυντής
Generaldirektor(in) αρσ (θηλ)
γενικός κανόνας
ο γενικός (διακόπτης)
γενικός δόλος
γενικός πρόξενος
Prokurist αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский