Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Drängelei“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Drängelei <-, -en> [drɛŋəˈlaɪ] SUBST θηλ

1. Drängelei (Schubsen):

Drängelei
Drängelei

2. Drängelei (Bettelei):

Drängelei
παρακάλια ουδ πλ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Trennung von trennen, Abstand von abstehen, Absicht von absehen, Drängelei von drängeln, Ausrutscher von ausrutschen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Drängelei" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский