Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Drängelei“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Drän·ge·lei <-, -en> [drɛŋəˈlai] ΟΥΣ θηλ μειωτ οικ

1. Drängelei (lästiges Drängeln):

Drängelei
Drängelei

2. Drängelei (lästiges Drängen):

Drängelei
Drängelei
hör auf mit dieser Drängelei!

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

hör auf mit dieser Drängelei!

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Trennung von trennen, Abstand von abstehen, Absicht von absehen, Drängelei von drängeln, Ausrutscher von ausrutschen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Drängelei" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文