Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Kribbeln , kribbeln και dribbeln

kribbeln [ˈkrɪbəln] VERB αμετάβ

2. kribbeln (umherkribbeln):

Kribbeln <-s> SUBST ουδ ενικ (Jucken)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский