Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ντρίμπλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ντρίμπλα [ˈdrimbla] SUBST θηλ ΑΘΛ

ντρίμπλα
Dribbeln ουδ
κάνω ντρίμπλα

Παραδειγματικές φράσεις με ντρίμπλα

κάνω ντρίμπλα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский