Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελιγμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελιγμός [ɛliɣˈmɔs] SUBST αρσ

1. ελιγμός (στροφή):

ελιγμός
Windung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский