Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαργεστημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαργεστημέν|ος <-η, -ο> [varjɛstiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

βαργεστημένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский