Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαρβάτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαρβάτ|ος <-η, -ο> [varˈvatɔs] ΕΠΊΘ

1. βαρβάτος:

βαρβάτος

2. βαρβάτος μτφ (δραστήριος):

βαρβάτος

3. βαρβάτος μτφ (ικανός, άξιος):

βαρβάτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский