Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „stiftengehen“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

stiften|gehenπαλαιότ

stiftengehen → stiften II.

Βλέπε και: stiften

I . stiften [ˈʃtɪftən] ΡΉΜΑ μεταβ

1. stiften (spenden):

2. stiften οικ (spendieren):

payer οικ

II . stiften [ˈʃtɪftən] ΡΉΜΑ αμετάβ

stiften gehen οικ
ficher le camp οικ
stiften gehen οικ
se barrer οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "stiftengehen" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina