Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: inopportun , opportun , Opportunist και Opportunität

Opportunität <-, -en> ΟΥΣ θηλ

Opportunist(in) <-en, -en> [ɔpɔrtuˈnɪst] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

opportuniste αρσ θηλ

opportun [ɔpɔrˈtuːn] ΕΠΊΘ τυπικ

1. opportun (angepasst):

2. opportun (vorteilhaft):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina